- αγκουσιά
- η1. άσθμα, δύσπνοια, αγκούσα2. στενοχώρια, αδημονία.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγκουσεύω, με υποχωρητικό σχηματισμό.ΠΑΡ. αγκουσιάζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγκουσιάζω — [αγκουσιά] έχω δύσπνοια, ασθμαίνω, πνίγομαι από μεγάλο καύσωνα κ.λπ … Dictionary of Greek